- φατνωτός
- -ή, -όαυτός που έχει φατνώματα (βλ. λ.), που είναι διακοσμημένος με φατνώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φατνωτός — ή, ό / φατνωτός, ή, όν, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] διακοσμημένος με φατνώματα … Dictionary of Greek
φατνωτῶν — φατνωτός coffered fem gen pl φατνωτός coffered masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνωτόν — φατνωτός coffered masc acc sg φατνωτός coffered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνωματικός — ή, όν, Α [φάτνωμα, ώματος] φατνωτός … Dictionary of Greek